εμφανίζω

From LSJ
Revision as of 18:10, 29 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

(AM ἐμφανίζω)
φανερώνω, δείχνω, παρουσιάζω
μσν.-αρχ.
εξηγώ («τὰς ἀποδείξεις ἑτοίμως ἐμφανίζειν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. παριστάνω ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ως («ἐμφανίζει οὐκ οὖσαν ἀγαθὸν τὴν ἡδονήν», Αριστοτ.)
2. καθιστώ κάτι φανερό, πρόδηλο («ἡμεῖς αὐτὰ ἡμῖν ἐμφανίζετε ἱκανῶς», Πλάτ.)
3. εκθέτω, αγγέλλω
4. διατάζω, προστάζω
5. καταγγέλλω
6. μέσ. ενάγω στο δικαστήριο.