νέκυς
English (LSJ)
(Lacon. νέκυρ Hsch.), ῠος, ὁ, poet. dat.
A νέκυϊ Il.16.526, etc.; Ep. dat. pl. νεκύεσσι Od.11.491, νέκυσσι ib.569, 22.401, 23.45; acc. pl. νέκῡς Il.7.420, 18.180, Od.24.417, E.Fr.176.4; also νέκυας Il.7.418, al.:—corpse, freq. in Il., less freq. in Od.; in Il.4.492,493, νέκυς and νεκρός are used of the same dead person; ν. ἀνδρός Hdt.1.140, cf. 3.16, 24, S.Ant.26, E.Or.1585; ν. τεθνηώς, κατατεθνηώς, Il. 18.173, 16.526; νέκυες κατατεθνηῶτες, κτάμενοι, καταφθίμενοι, Od.10.530, 23.45, 11.491; ἀνδρὸς Πέρσεω ὁ ν. Hdt.1.140, cf.3.16; ὁ κατθανὼν ν. S.Ant.515; dead person, νεκύων σώματα E.Supp.62 (lyr.).
2 in plural, spirits of the dead, freq. in Od.11, less freq. in Il.; νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα Od.11.29, cf.Il.15.251; πεδ' ἀμαύρων ν. Sapph.68.
II as adjective dead, post-Hom., ἐχθρὸν ὧδ' αἰδῇ νέκυν; = why do you so respect an enemy's corpse S.Aj.1356; κίχλαι αἱ νέκυες AP11.96 (Nicarch.); cf. however Il.24.35,423.—Poet. word, used also by Hdt., in IG22.1672.119 (iv B.C.), in Cretan, Kohler-Ziebarth Stadtrecht von Gortyn p.35, and in late Prose, Plu.Crass.19, Hdn.4.8.5. [ῡ of nom. and acc. sg. in Hom., Il.4.492, 22.386, etc.; ῠ Simon.114.5, E.Supp.70 (lyr.), Or.1585, and in later Poets, A.R. 4.480, Bion 1.71, AP7.1 (Alc. Mess.).] (Cf. Avest. nasu- 'corpse', Skt. náśyati 'perish', 'disappear', Lat. necare.)
German (Pape)
[Seite 238] υος, ὁ, = νεκρός (vgl. neco), der Leichnam; von Menschen, oft bei Hom., νέκυν ἐρύοντο, Il. 17, 277, ἐκ νέκυος δολιχόσκιον ἔγχος ἐσπάσατο, 13, 509, u. sonst; auch ἀμυνόμενοι νέκυος πέρι τεθνηῶτος, 18, 173, wie ἀμφὶ νέκυι κατατεθνηῶτι μάχεσθαι, 16, 565. – Der Todtein der Unterwelt, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, Od. 11 oft, δύσομαι εἰς Ἀΐδαο καὶ ἐν νεκύεσσι φαείνω, 12, 383, sagt Helios; auch πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν, 11, 491; νέκυσσιν steht 11, 569. 22, 401. 23, 45, acc. plur. νέκυς 24, 417; Soph. Ai. 1356; Eur. u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 857; αἱ νέκυες, Nicarch. 36 (XI, 96). – Auch Her. 1, 140. 3, 16 u. in sp. Prosa, wie Hdn. 4, 8, 12. – [Υ ursprünglich im nom. u. acc. sing. lang, bei alexandrinischen Dichtern kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
νέκυς: -υος, ὁ, ποιητ. δοτ. νέκυι Ἰλ. Π. 526, κτλ.· Ἐπικ. δοτ. πληθ. νεκύεσι Ὅμ., νέκυσσι ἐν Ὀδ. Λ. 569, Χ. 401, Ψ. 45· αἰτ. πληθ. νέκυας, συνῃρ. νέκῡς Ω. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 176· ― συνώνυμον τῷ κοινῷ τύπῳ νεκρός, σῶμα νεκρόν, κυρίως ἀνθρώπου, συχν. ἐν Ἰλ., σπανιώτερον δὲ ἐν Ὀδ.· ἐν Ἰλ. Δ. 492, 3, νέκυς καὶ νεκρὸς κεῖνται ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ νεκροῦ ἀνθρώπου· ν. ἀνδρὸς Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16, 24, Σοφ. Ἀντ. 26, Εὐρ. Ὀρ. 1585· ὡσαύτως, ν. τεθνηὼς ἢ κατατεθνηώς, νέκυες κατατεθνηῶτες, κτάμενοι, καταφθίμενοι Ὅμ.· ἀνδρὸς Πέρσεω ὁ ν. Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16· ὁ κατθανὼν ν. Σοφ. Ἀντ. 515. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ πνεύματα, Λατ. Manes, inferi, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, συχν. ἐν Ὀδ. Λ., σπανιώτερον ἐν τῇ Ἰλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., μεθ’ Ὅμηρ., ἐχθρὸν ὧδ’ αἰδεῖ νέκυν; Σοφ. Αἴ. 1356 κίχλαι αἱ νέκυες Ἀνθ. Π. 11. 96· ἀλλὰ πρβλ. Ἰλ. Ω. 35, 423. ― Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ. παρ’ Ὁμ. ἐν Ἰλ. Σ. 180, Δ. 492, κτλ.· ἀλλὰ ῠ παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 1745, Ἱκέτ. 70, Ὀρ. 1585, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.]. (Ἐκ τῆς √ ΝΕΚ παράγονται καὶ τὰ νέκυια, νεκρός· πρβλ. Σανσκρ. naś, naś-ami (intereo), naś-as (nex, mors)· Ζενδ. naç-u (cadaver)· Λατ. nec-are, nex, καὶ πιθαν. noc-ere, nox-a (πρβλ. naus, navis, Σλαυ. navi (νεκρός).)
French (Bailly abrégé)
υος ; υι, υν ; υες, ύων, υσσι ou ύεσσι, υας (ὁ, ἡ)
1 mort, morte;
2 subst. corps mort, cadavre.
Étymologie: cf. νεκρός.
English (Slater)
νέκυς
1 corpse ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν (Pae. 6.99)
Spanish
Greek Monolingual
νέκυς, -υος, λακων. τ. νέκυρ (Α)
1. νεκρός, πτώμα, λείψανο («τὸν δ'ἀθλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν», Σοφ.)
2. στον πληθ. οἱ νέκυες
τα πνεύματα, οι ψυχές τών νεκρών, οι νεκροί που κατοικούν στον Άδη
3. ως επίθ. πεθαμένος, αυτός που στερήθηκε τη ζωή («κίχλαι αἱ νέκυες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νεκρός.
Greek Monotonic
νέκυς: [2ῡ], -υος, ὁ, Επικ. δοτ. ενικ. νέκυϊ, πληθ. νεκύεσσι, νέκυσσι· αιτ. πληθ. νέκυας, συνηρ. νέκῡς ·
I. όπως το νεκρός, νεκρό σώμα, σορός, πτώμα, σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· στον πληθ., τα πνεύματα των νεκρών, Λατ. Manes, inferi, σε Ομήρ. Οδ., Ιλ.
II. ως επίθ., νεκρός, σε Σοφ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νέκυς: υος adj. мертвый, умерший (ὁ ἀοιδός, κίχλαι Anth.).
υος ὁ (dat. тж. νέκυϊ; эп. dat. pl. νεκύεσσι и νέκυσσι; acc. pl. νέκυας, стяж. νέκῡς)
1) мертвое тело, труп (ἀνδρός Her.; δάμαρτος Eur.);
2) мертвец, покойник, павший, убитый: ν. τεθνηώς Hom. бездыханное тело, мертвец.
Frisk Etymological English
See also: s. νεκρός.
Middle Liddell
νέκυς, υος, ὁ, like νεκρός
I. a dead body, a corpse, corse, Hom., Hdt., Soph., etc.:— in plural the spirits of the dead, Lat. Manes, inferi, in Od., Il.
II. as adj. dead, Soph., Anth.
Frisk Etymology German
νέκυς: {nékus}
See also: s. νεκρός.
Page 2,301