λαίλαψ

From LSJ
Revision as of 12:41, 18 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

λαίλαπα, η (Α λαῖλαψ, -απος, ή, Μ λαῖλαψ και λαίλαπας, ὁ)
1. σφοδρότατος άνεμος που ξεσπάει απότομα και, αφού πνεύσει για μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, σταματάει επίσης απότομα (α. «Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων», Ομ. Οδ.
β. «ἅμα λαίλαπος ὑγρᾱς καὶ φλογὸς συνεχοῡς ἐκ τῶν νεφῶν φερομένης», Πλούτ.)
2. μτφ. αυτός που επέρχεται με σφοδρότηταἔτλης λαίλαπα δυσμενέων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει εκφραστικό αναδιπλασιασμό (λαι-λαψ), είναι άγνωστης όμως ετυμολογίας].