ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
ναῦσθλον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ναῦλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦ-ς «πλοίο» + επίθημα -θλον (πρβλ. ἔδεθλον, θύσθλα, θέμεθλα). Το -σ- του τ. είναι μεταγενέστερο (πρβλ. ναύ-σ-της)].