ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
[Seite 348] ἡ, die Pflanze ἄγχουσα, Diosc.
ὀνόκλεια: ἴδε ὀνοχειλές.
ας (ἡ) :
autre n. de la plante ἄγχουσα.
Étymologie: ὄνος, ?
ὀνοκλεία και, δ. ανάγνωση, ὀνόκλεια, ἡ (Α)
το φυτό άγχουσα, κν. βοϊδόγλωσσα.