μαντρί

From LSJ
Revision as of 09:32, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

το (Μ μανδρί και μαντρί) μάντρα
περιφραγμένος τόπος για σταβλισμό κτηνών, στάνη, ποιμνιοστάσιο
μσν.
1. κοπάδι, ποίμνιο
2. οι πιστοί, ομάδα πιστών
3. ναός.

Translations

Bulgarian: кошара; Chinese Mandarin: 羊圈; Dutch: schapenstal, schaapskooi; English: sheep pen, sheep-pen, pen, pen for sheep, enclosure for sheep, sheepcote, sheepfold, fold; French: bergerie; German: Schafstall, Schafhürde; Gothic: 𐌰𐍅𐌹𐍃𐍄𐍂; Greek: στάνη, μαντρί, στρούγκα, μάντρα, ποιμνιοστάσιο, προβατοστάσιο; Ancient Greek: προβατοστάσιον, προβατών, προβατεών; Irish: cró caorach; Italian: ovile; Japanese: 羊小屋; Latin: ovile; Macedonian: трло; Polish: owczarnia; Portuguese: aprisco, redil; Romanian: stână, țarc, oierie; Russian: овчарня, загон для овец, кошара; Spanish: aprisco, majada, redil; Volapük: jipacek; Welsh: corlan