κλιμακοστάσιον

From LSJ
Revision as of 09:42, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=το<br />ο χώρος που καταλαμβάνει η κλίμακα σε μια οικοδομή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

το
ο χώρος που καταλαμβάνει η κλίμακα σε μια οικοδομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + -στάσιο (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. εικονοστάσιο, ζυγοστάσιο].