τετράκλιμος
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
German (Pape)
[Seite 1097] nach od. unter allen vier Himmelsstrichen, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
τετράκλῐμος: (χώρα), ἡ τὰ τέσσαρα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος, Νικήτ. 376Β.
Greek Monolingual
-ον, Μ
1. αυτός που εκτείνεται προς όλα τα μέρη του ορίζοντα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τετράκλιμος
(ενν. χώρα) τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όλη η γη («πᾶσαν τὴν τετράκλιμον διελθών», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κλιμος (< κλῖμα «σημείο του ορίζοντα»)].