благодеяние
From LSJ
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
Russian > Greek
ἀγαθόν, εὐεργέτημα, εὐέργεια, εὐποιητικόν, εὐεργεσία, εὐεργεσίη, εὐποιΐα, εὐλογία, ὠφελήσιμος, ὠφέλημα, χάρις, προσφορά, δικαιοσύνη, ἀγαθοεργία, ἀγαθοεργίη