χαλκεία
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
ἡ, A smith's work, Hp.Art.53; opp. τεκτονική (joiner's work), Pl.Prt.324e, cf. Smp.197b. II smithy, forge, HeroBel.98.3.
German (Pape)
[Seite 1329] ἡ, das Schmieden, die Schmiedekunst, Plat. Conv. 197 b Prot. 324 e.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ τέχνη τοῦ χαλκέως, τοῦ σιδηρουργοῦ, ars ferraria, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τεκτονικὴ (ἡ τέχνη τοῦ τέκτονος, τοῦ ξυλουργοῦ), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820, Πλάτ. Πρωτ. 324Ε, Συμπ. 197Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
art du forgeron.
Étymologie: χαλκεύς.
Greek Monolingual
ἡ, Α χαλκεύω
1. η τέχνη του σιδηρουργού, η χαλκευτική
2. το χαλκείο, το σιδηρουργείο.
Greek Monotonic
χαλκεία: ἡ, η τέχνη του σιδηρουργού, αντίθ. προς το τεκτονική (η τέχνη του ξυλουργού), σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεία: ἡ кузнечное мастерство Plat.
Middle Liddell
χαλκεία, ἡ,
smith's work, opp. to τεκτονική (joiner's work), Plat.
English (Woodhouse)
(see also: χάλκειος) a smith's craft, working in metals