Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
η (Α ἁγνεία) ἀγνεύω
καθαρότητα, αγνότητα, παρθενία
μσν.
αγαμία
αρχ.
1. αυστηρή τήρηση τών θρησκευτικών καθηκόντων
2. στον πληθ. αἱ ἁγνεῖαι
τελετές καθαρμού, εξαγνισμού.