αγνεία

From LSJ
Revision as of 08:00, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201

Greek Monolingual

η (Α ἁγνεία) ἀγνεύω
καθαρότητα, αγνότητα, παρθενία
μσν.
αγαμία
αρχ.
1. αυστηρή τήρηση τών θρησκευτικών καθηκόντων
2. στον πληθ. αἱ ἁγνεῖαι
τελετές καθαρμού, εξαγνισμού.