τελωνείο

From LSJ
Revision as of 08:00, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

το / τελωνεῖον, ΝΑ τελώνης
νεοελλ.
1. δημόσια υπηρεσία που επιβλέπει και επιμελείται την είσπραξη τών δασμών επί τών εισαγόμενων και εξαγόμενων εμπορευμάτων
2. συνεκδ. ο τόπος ή το οίκημα όπου στεγάζεται η παραπάνω υπηρεσία
αρχ.
ο τόπος όπου πληρώνονταν τα τέλη, οι φόροι.