κατήχηση

From LSJ
Revision as of 08:50, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

η (AM κατήχησις) κατηχώ
1. η διδασκαλία τών χριστιανικών δογμάτων σ' εκείνους που προσέρχονταν στη χριστιανική πίστη σύμφωνα με τις αρχές του χριστιανισμού («καὶ τὰς ἐμφερομένας αύτῷ κατηχήσεις μνημόσυνον τῇ ἐκκλησίᾳ», Μηναί.)
2. συνεκδ. το βιβλίο που περιέχει τα χριστιανικά δόγματα και την ορθόδοξη ερμηνεία τους
νεοελλ.
1. η μύηση σε δόγμα ή σε μυστική ενέργεια
2. συστηματική καδοθήγηση κάποιου με σκοπό τον προσεταιρισμό, προσηλυτισμός
αρχ.
1. η διδασκαλία με το τραγούδι ή με πολύ δυνατή φωνή
2. η γοήτευση με τον ήχο
(«δεῖ αὐτῇ τριβῆς πολλῆς καὶ κατηχήσεως χρονίου», Διον. Αλ.)
3. κακή συναναστροφή
4. συνοδεία μονόχορδου οργάνου από όργανα βαρύτερου ήχου που σκεπάζει τον δικό του.