κατήχηση
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
η (AM κατήχησις) κατηχώ
1. η διδασκαλία τών χριστιανικών δογμάτων σ' εκείνους που προσέρχονταν στη χριστιανική πίστη σύμφωνα με τις αρχές του χριστιανισμού («καὶ τὰς ἐμφερομένας αύτῷ κατηχήσεις μνημόσυνον τῇ ἐκκλησίᾳ», Μηναί.)
2. συνεκδ. το βιβλίο που περιέχει τα χριστιανικά δόγματα και την ορθόδοξη ερμηνεία τους
νεοελλ.
1. η μύηση σε δόγμα ή σε μυστική ενέργεια
2. συστηματική καδοθήγηση κάποιου με σκοπό τον προσεταιρισμό, προσηλυτισμός
αρχ.
1. η διδασκαλία με το τραγούδι ή με πολύ δυνατή φωνή
2. η γοήτευση με τον ήχο
(«δεῖ αὐτῇ τριβῆς πολλῆς καὶ κατηχήσεως χρονίου», Διον. Αλ.)
3. κακή συναναστροφή
4. συνοδεία μονόχορδου οργάνου από όργανα βαρύτερου ήχου που σκεπάζει τον δικό του.