σπονδείος

From LSJ
Revision as of 09:34, 27 May 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

ο / σπονδεῖος, σπονδεία, σπονδείον, ΝΜΑ
το αρσ. ως ουσ. ο σπονδείος
(ενν. πους) μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές
αρχ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται κατά την σπονδή («οἱ τῶν σπονδείων αύλημάτων ἀκροώμενοι», Δίον.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σπονδεῖος
(ενν. νόμος) η μουσική που ακουγόταν συνήθως στις σπονδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + κατάλ. -εῖος (πρβλ. ἰαμβεῖος, ἐλεγεῖος)].