σκευοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 17:58, 3 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: σκευοφύλαξ Low diacritics: σκευοφύλαξ Capitals: ΣΚΕΥΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: skeuophýlax Transliteration B: skeuophylax Transliteration C: skevofylaks Beta Code: skeuofu/lac

English (LSJ)

-ακος, ὁ, storekeeper, PPetr. 2 p. 39 (iii BC, written σκεοφύλαξ), Poll. 10.16.

German (Pape)

[Seite 894] ακος, ὁ, Wächter, Aufseher der Geräthschaften, des Gepäckes, LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκευοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάτττων τὰ σκεύη, Πολυδ. Ι΄, 16, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 22). II. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὑπάλληλος φροντίζων περὶ τῆς φυλακῆς τῶν ἱερῶν σκευῶν· - ὅθεν, ὁ τῆς ... σοφίας σκ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8694.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien des meubles, des ustensiles, des bagages.
Étymologie: σκεῦος, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ΜΑ
βλ. σκευοφύλακας.

Greek Monotonic

σκευοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φύλακας των αποσκευών, επιστάτης σκευοφυλακίου.

Wikipedia EL

Ο Σκευοφύλακας ή Σκευοφύλαξ αποτελεί χριστιανικό λαϊκό εκκλησιαστικό αξίωμα.

Κατά την παλαιά εκκλησιαστική τάξη, ο με τον τίτλο του σκευοφύλακος τιμώμενος κατείχε τη τρίτη θέση στη πρώτη πεντάδα του δεξιού χορού, μεταξύ του δεύτερου, του σακελλάριου και του τετάρτου του χαρτοφύλακα.

Στο εκκλησιαστικό τυπικό ο σκευοφύλαξ ονομάζεται και «κειμηλιοφύλαξ» και «κειμηλιάρχης».

Αργότερα ο τίτλος αυτός μετέπεσε σε κύριο όνομα και επίθετο σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα όμως στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες όπως και οι συγγενικοί τίτλοι σακελλάριος και χαρτοφύλαξ.