Συμπληγάδες

From LSJ
Revision as of 19:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

οι / Συμπληγάδες, αἱ, ΝΜΑ, και στον εν. συμπληγάς, -άδος Α
(με ή χωρίς τη λ. πέτρες, πέτραι) δύο ψηλοί κάθετοι και απότομοι σκόπελοι που δημιουργούσαν ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι οποίοι, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, άλλοτε προσέγγιζαν ο ένας τον άλλον και άλλοτε απομακρύνονταν, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανένα πλοίο να περάσει χωρίς να συντριβεί («αἱ Κυάνεαι, ἅσπερ Συμπληγάδας καλοῦσι πέτρας τινές, τραχὺν ποιοῦσαι τὸν διέκπλουν τὸν διὰ τοῦ Βυζαντιακοῦ στόματος», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. εξαιρετικά μεγάλες δυσκολίες ή κίνδυνοι («πέρασε μέσα από συμπληγάδες πέτρες αλλά τελικά πραγματοποίησε τον σκοπό του»)
αρχ.
(στον εν.) συμπλοκή, σύρραξη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < συν- + πληγάς, -άδος (< πληγή + επίθημα -άς)].