Μορφώ

From LSJ
Revision as of 19:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek (Liddell-Scott)

Μορφώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, ὄνομα τῆς Ἀφροδίτης ἐν Λακεδαίμονι, ἴσως = ἡ Εὔμορφος ἢ ἡ εὐμορφίαν διδοῦσα, Παυσ. 3. 15, 8. ΙΙ. = μορφή, Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 714.

Greek Monolingual

Μορφώ, -οῦς και -όος, ἡ (Α)
1. ονομασία της Αφροδίτης στη Σπάρτη, επειδή, πιθανώς, ήταν Εὔμορφος ή επειδή πιστευόταν ότι αυτή παρείχε ομορφιά
2. (ως προσηγορικό) η μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μορφή + επίθημα -ώ (πρβλ. Γοργ-ώ)].