Ολυμπιάδα

From LSJ
Revision as of 19:55, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ Ὀλυμπιάς) Ολυμπία
1. οι Ολυμπιακοί Αγώνες, τών οποίων η ίδρυση και καθιέρωση σύμφωνα με τη μυθική παράδοση αποδίδεται στον Πίσο ή στον Πέλοπα και οι οποίοι αναδιοργανώθηκαν από τον Ηρακλή («ἦν γὰρ κατά τωὐτὸ Ὀλυμπιὰς τούτοισι τοῖσι πρήγμασι συμπεσοῦσα», Ηρόδ.)
2. (στην αρχ. Ελλάδα) περίοδος τεσσάρων ετών μεταξύ δύο διαδοχικών Ολυμπιακών Αγώνων η οποία αποτελούσε χρονολογική μονάδα ιστορικών γεγονότων με αφετηρία την πρώτη επίσημη Ολυμπιάδα του 776 π.Χ. («τρεῑς 'Ολυμπιάδας ἀνήλωσεν ἵνα γράψη», Πλούτ.)
αρχ.
1. νίκη στους Ολυμπιακούς Αγώνες
2. κάθε νίκη ή κάθε θρίαμβος
3. φρ. «Ὀλυμπιάς ἐλαία» — στεφάνι από κλαδί ελιάς ως βραβείο στους Ολυμπιακούς Αγώνες («Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾱν χρησέοις μιχθέντα», Πίνδ.).