ζύγιμος
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
ον, A = ζύγιος 1, βοῦς Plb.34.8.9.
German (Pape)
[Seite 1140] = ζύγιος, Ath. VIII, 331 b, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ζύγιμος: -ον, = ζύγιος, Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 331Β, πιθ. ἐσφ. γραφ. ἀντί του ζύγιος.
Greek Monolingual
ζύγιμος, -ον (Α) ζυγόν
ζύγιος, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για ζυγό, για ζέψιμο («βοῦς ζύγιμος», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
ζύγιμος: (ῠ) Polyb. = ζύγιος.