καθηγούμαι

From LSJ
Revision as of 20:05, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek Monolingual

(AM καθηγοῦμαι, -έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῦμαι)
νεοελλ.
(μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο καθηγούμενος, η καθηγουμένη
ηγούμενος, ηγουμένη μοναστηριού
αρχ.
1. είμαι οδηγός, πηγαίνω μπροστά (α. «ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς», Ηρόδ.
β. «σὺ καθηγοῦ, ἕψομαι δ' ἐγώ», Πλάτ.)
2. υποδεικνύω, δείχνω («ὁ τὸν ποταμὸν καθηγούμενος», Πλάτ.)
3. είμαι αρχηγός κάποιου («καθηγήσατο τῆς εἰς Ἰταλίαν στρατείας», Πλούτ.)
4. αρχίζω κάτι («καθηγήσασθαι τοῦ λόγου», Πλάτ.)
5. εισάγω κάτι, εγκαθιδρύω κάτι («οὐτ' αὐτὸς κατηγήσομαι νόμον τόνδε ἐν ὑμῖν τιθείς», Ηρόδ.)
6. διδάσκω κάτι
7. είμαι δάσκαλος κάποιου («Καίσαρος καθηγήσατο», Στράβ.)
8. (λογ.) είμαι το ηγούμενο, το κύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡγοῦμαι].