κότσυφας
From LSJ
φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
Greek Monolingual
και κότσυφος και κόσσυφος και κόσσουβας και κότουφος και κότουφας, ο (ΑM κόσσυφος, Α και κόσσυκος και αττ. τ. κόττυφος, Μ και κόσσυβας και κόσσυφας)
ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφου πτηνού του είδους Turdus merula, που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια turdidae ή muscicapidae («τῶν δὲ κοττύφων δύο γένη ἐστίν
ὁ μὲν ἕτερος μέλας τε καὶ πανταχοῦ ὤν, ὁ δὲ ἕτερος λευκός, τὸ δὲ μέγεθος ἴσος ἐκείνῳ», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (στην Τανάγρα) ιδιόμορφο είδος πετεινού
2. είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόψιχος.