παραχώνω

From LSJ
Revision as of 20:20, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

παραχώννυμι ΝΑ
επιχωματώνω, καλύπτω κοίλο ή ανώμαλο τμήμα του εδάφους με χώμα
νεοελλ.
1. χώνω κάτι πιο βαθιά από όσο πρέπει
2. ειρων. θάβω νεκρό, ενταφιάζω
3. φρ. «παραχώνομαι σε κάποιον» — ενοχλώ ή προκαλώ υπερβολικά κάποιον
αρχ.
καλύπτω με χώμα τα πλάγια, σχηματίζω με χώμα κεκλιμένο επίπεδο («χῶμα παρέχωσε παρ' ἑκάτερον τοῦ ποταμοῦ χεῖλος», Ηρόδ.).