τετραπέρατος
From LSJ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
Greek Monolingual
η, -ο / τετραπέρατος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
ευφυέστατος, πανέξυπνος
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετραπέρατα
τα τέσσερα πέρατα του κόσμου
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τέσσερα πέρατα («προνοητοῦ πάσης τῆς τετραπεράτου... κτίσεως», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πέρατος (< πέρατα «έσχατα του κόσμου, άκρα της γης»). Η νεοελλ. σημ. «ευφυής, παμπόνηρος» προήλθε μάλλον μέσω μιας αρχικής σημ. «κοσμογυρισμένος, πολύξερος», ενώ, κατ' άλλη άποψη, μέσω της σημ. «περασμένος τέσσερεις φορές από το μαστίγιο, πολύπαθος» (πρβλ. πεῖραρ «άκρο του σχοινιού», άλλος τ. του πέρας)].