συνομολογώ

From LSJ
Revision as of 20:35, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

συνομολογῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνομολογώ Α ὁμολογῶ
έρχομαι σε συνεννόηση με κάποιον, συνάπτω συμφωνία, συνάπτω συνθήκη
μσν.-αρχ.
(για συνομιλητές) αναγνωρίζω, παραδέχομαι και εγώ κάτι («περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῦμεν πάντα εἶναι ταῦτα καλά», Μηναί.)
αρχ.
1. συμφωνώ με κάποιον
2. υπόσχομαι («συνωμολόγησας δασμὸν οἴσειν», Ξεν.)
3. μέσ. συνομολογοῦμαι, -έομαι- συσχετίζομαι.