οροφώ
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀροφῶ, -όω) οροφή / όροφος]]
επικαλύπτω κάποιον χώρο με οροφή, στεγάζω, σκεπάζω, ταβανώνω («οἰκίαν τετραγώνοις ὠροφωμένην δοκοῖς», Πλούτ.)
μσν.
μτφ. επικαλύπτω, επιστεγάζω
αρχ.
δίνω σε κάτι το σχήμα οροφής, στέγης.