καλώδιο

From LSJ
Revision as of 14:59, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

το (AM καλῴδιον)
σχοινί μέτριου πάχους, μικρός κάλως, παλαμάρι («καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην», Θουκ.)
νεοελλ.
1. (ηλεκτρολ.-τηλεπικ.) αγωγός ή σύνολο αγωγών, με ή χωρίς μόνωση, που εξυπηρετεί τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας ή τη μετάδοση τηλεπικοινωνιακών σημάτων και που μπορεί να αποτελείται από έναν (μονόκλωνο) ή περισσότερους κλώνους (πολύκλωνο)
2. ναυτ. στον πληθ. καλώδια
όλα τα σχοινιά που χρησιμοποιούνται για τον χειρισμό τών ιστίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, «χοντρό σχοινί» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. ζω-ίδιον > ζῴδιον)].