Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρατόπλωτος

From LSJ
Revision as of 13:02, 24 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτόπλωτος Medium diacritics: στρατόπλωτος Low diacritics: στρατόπλωτος Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΛΩΤΟΣ
Transliteration A: stratóplōtos Transliteration B: stratoplōtos Transliteration C: stratoplotos Beta Code: strato/plwtos

English (LSJ)

ον, (πλέω) transporting an army, ῥῆτραι στρατόπλωτοι = orders for sailing, Lyc.1037.

German (Pape)

[Seite 952] das Heer überschiffend, ῥῆτραι, Lycophr. 1037.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτόπλωτος: -ον, (πλέω) ὁ μεταφέρων διὰ θαλάσσης στρατόν, ῥῆτραι στρ., διαταγαὶ πρὸς ἔκπλουν, Λυκόφρ. 1037.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μεταφέρει στρατό διά μέσου της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + πλωτός.