απατεώνας

From LSJ
Revision as of 06:51, 24 July 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἀπατεών, ο, το αρχ. κ. ως επίθ., ἀπατεών, ο, η)
αυτός που εξαπατά τους άλλους, δόλιος πανούργος
αρχ.
ως επίθ. ο απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απάτη + (κατάλ.) -εών, η οποία σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται προς δήλωση του προσώπου, το οποίο έχει την ιδιότητα που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη (πρβλ. λυμεών, οργεών)].