μηχανώμαι

From LSJ
Revision as of 16:05, 28 July 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ μηχανῶμαι, -άομαι, Μ και μηχανοῦμαι, -έομαι, Α και ενεργ. μηχανῶ, -άω) μηχανή
1. επινοώ, εφευρίσκω
2. επινοώ κάτι με πανουργία, τεχνάζομαι
αρχ.
1. κατασκευάζω ή οικοδομώ κάτι με τέχνη («οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο», Ομ. Ιλ.)
2. επινοώ, πράττω κάτι με επιτήδειο τρόπο για έναν σκοπό
3. παρασκευάζω, ετοιμάζω
4. προξενώ ή φέρω αποτέλεσμα («ἀπὸ τοῦ ὠκεανοῦ ῥέοντα αὐτὸν ταῦτα μηχανᾶσθαι», Ηρόδ.)
5. επιδιώκω να γίνει κάτι με κατάλληλο τρόπο
6. προμηθεύω στον εαυτό μου.