εὐτραπεζεύομαι

From LSJ
Revision as of 15:32, 6 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=εὐτραπεζεύομαι (Μ) ευτράπεζος<br /><b>1.</b> έχω καλὸ τραπέζι, έχω πολλά και καλά φαγ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source

Greek Monolingual

εὐτραπεζεύομαι (Μ) ευτράπεζος
1. έχω καλὸ τραπέζι, έχω πολλά και καλά φαγητά
2. είμαι καλοφαγάς, τρώω καλά.