Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κραύρος

From LSJ
Revision as of 19:20, 6 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

κραῡρος, -α, -ον, θηλ. και -ος (AM)
1. ξηρός («τὸ δὲ ὑπὸ πυρὸς τάχους τὸ νοτερὸν πᾶν ἐξαρπασθὲν καὶ κραυρότερον ἐκείνου ξυστάν», Πλάτ.)
2. εύθραυστος, εύθρυπτος
3. σκληρός, τραχύς («ὑγροτέραν τε γὰρ ἀναγκαῖον αὐτῶν εἶναι τὴν κίνησιν, ὥστε δεῖ καὶ τὴν τῶν ἐρεισμάτων μὴ κραῡρον εἶναι, ἀλλὰ μαλακωτέραν», Αριστοτ.)
αρχ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ κραῡρος και ἡ κραῡρα
α) εμπύρετη ασθένεια τών βοδιών και τών χοίρων
β) το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) ασθένεια τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].