ἀτράχηλος

From LSJ
Revision as of 16:50, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτράχηλος Medium diacritics: ἀτράχηλος Low diacritics: ατράχηλος Capitals: ΑΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: atráchēlos Transliteration B: atrachēlos Transliteration C: atrachilos Beta Code: a)tra/xhlos

English (LSJ)

[ρᾰ], ον, A without neck, of the crab, AP6.196 (Stat. Flacc.). II short-necked, bull-necked, Teles p.55 H., Gal.5.383.

German (Pape)

[Seite 388] ohne Hals, vom Krebs, Flacc. 4 (ot, 196); von Menschen (also mit kurzem H.), Teles Stob. 108, 83.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτράχηλος: -ον, ἄνευ τραχήλου, Τέλης παρὰ Στοβ. 575. 46, Ἀνθ. Π. 6. 196.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans cou;
2 au cou ramassé.
Étymologie: , τράχηλος.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 falto de cuello del cangrejo de mar AP 6.196 (Stat.Flacc.), ἀνθρώπους οὐ ... ὥσπερ τοὺς ἰχθῦς ἀτραχήλους ἄν τις εἴποι Gal.5.384.
2 cuellicorto de pers. οὐδεὶς γὰρ ἂν οὕτως γε ἄνθρωπος ἀ. εἴη, ὡς ἐστερῆσθαι τὸ πάμπαν τραχήλου, ἀλλὰ τῷ μικρὸν ἔχειν τὸν τράχηλον Gal.5.384, cf. Teles 7 p.55.2, 5.
3 del peplo que entregó Clitemestra a Agamenón que no tiene abertura para el cuello δίδωσι γὰρ αὐτῷ χιτῶνα ἄχειρα καὶ ἀτράχηλον Apollod.Epit.6.23, cf. Sch.A.Eu.634b.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀτράχηλος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τράχηλο
2. αυτός που έχει κοντό και χοντρό τράχηλο.

Greek Monotonic

ἀτράχηλος: -ον, αυτός που δεν έχει λαιμό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτράχηλος: (ρᾰ) лишенный шеи (sc. πάγουρος Anth.).

Middle Liddell

without neck, Anth.