ἀχρεία
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Full diacritics: ἀχρεία | Medium diacritics: ἀχρεία | Low diacritics: αχρεία | Capitals: ΑΧΡΕΙΑ |
Transliteration A: achreía | Transliteration B: achreia | Transliteration C: achreia | Beta Code: a)xrei/a |
ἡ, A rubbish, Sch.E.Hec.159.
ἀχρεία: ἡ, ἄχρηστον πρᾶγμα, φορητός, συρφετός, Βυζ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 106.
-ας, ἡ
• Grafía: graf. -ία SB 7449.12 (V d.C.)
1 desperdicio, basura Sch.E.Hec.159D.
2 invalidez ἀχρίαν ἀπέδιξεν SB l.c.
ἀχρεία, η (Μ) χρεία
άχρηστο πράγμα, σκουπίδι.