ἐπίκρισις
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
εως, ἡ, A determination, τῶν ἐκλειπτικῶν τηρήσεων Str. 1.1.12; συνημμένων Plu.2.43c (pl.), cf. D.L.9.92, A.D.Adv.151.14, Plot.5.3.2; discrimination of scents, Dsc.1.14. 2. verification, Gal. 17(2).354, cf. 1.117. II. in Egypt, revision of lists and selection of privileged persons, POxy.288.35 (i A.D.), PFay.27.24 (ii A.D.), BGU324.2,19 (ii A.D.), etc. III. judgement, Ph.1.38, al.; arbitrator's award, SIG364.6 (Ephesus, pl.).
German (Pape)
[Seite 953] ἡ, Beurtheilung, Entscheidung, Plut. u. a. Sp. Bei Sezt. Emp. Pyrrh. 3, 51 εἰδώλων ἐπίκρισις, Ggstz von ἀπόκρισις.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκρῐσις: -εως, ἡ, κρίσις ἐπὶ οἱουδήποτες πράγματος, διορισμός, διάγνωσις, Στράβων 7, Πλούτ. 2. 43C, Διογ. Λ. 9. 92, Ἀπολλωνίου Ἀλ. περὶ Ἀντωνυμ. 351C, περὶ Ἐπιρρ. 551. 32.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
décision, détermination.
Étymologie: ἐπικρίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκρῐσις: εως ἡ
1) решение, определение, суждение, Plut.;
2) примешивание, присоединение (ἀποκρίσεις χαὶ ἐπικρίσεις Sext.).