ἀναθρῴσκω
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
poet. and Ion. ἀνθρ-: aor. 2 A -θορεῖν X.Lac.2.3: aor. 1 subj. ἀναθρώξωσι Opp.H.3.293:—spring up, ὕψι δ' ἀναθρῴσκων πέτεται Il.13.140; of blood, Emp.100.8; of men, ὃς δ' ἀμβώσας μέγα ἀναθρῴσκει Hdt.7.18, cf. AP9.774 (Glauc.); ἀναθρῴσκει ἐπὶ τὸν ἵππον Hdt.3.64.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἀνέθορον;
s’élancer, bondir.
Étymologie: ἀνά, θρῴσκω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. imperat. ἄνθρωσκε S.Fr.422; aor. rad. ind. ἀνέθορον E.Or.1416, inf. ἀναθορεῖν X.Lac.2.3; aor. sigmático subj. ἀναθρώξωσι Opp.H.3.293]
I 1saltar, brincar ὕψι δ' ἀναθρώσκων πέτεται Il.13.140, cf. S.l.c., X.Lac.2.3, AP 9.774 (Glauc.), Philostr.Im.2.11
•saltar, dar un salto sobre ἐπὶ τὸν ἵππον Hdt.3.64, ἐπὶ τὴν στρωμνήν Ael.NA 6.62, ἐπί τινα λόφον ὑψηλόν Ael.NA 13.14
•c. ac. μαρμαρυγαί, αἴρῃσιν ὅτε ῥήσσοιτο σίδηρος, ἠέρ' ἀναθρῴσκουσι Euph.81.10
•levantarse de un salto esp. de la cama tras despertar de un sueño μέγα ἀναθρῴσκει Hdt.7.18, cf. Procop.Goth.2.20.29, X.Eph.2.8.2
•en gener., Luc.Prom.Es.4, Nonn.D.19.69
•saltar fuera de c. gen. ἀνθίαι ... θαλάσσης Opp.H.3.293, ὑψορόφων ἀπέδιλος ... μελάθρων Nonn.D.8.18, de Lázaro ἀχλυόεντος ... βερέθρου Nonn.Par.Eu.Io.11.45.
2 fig. elevarse, ascender πρὸς τὸν πατέρα de Cristo, Cyr.Al.M.69.476C.
3 hacer brotar μελίλωτον PMag.4.942.
II saltar o retirarse hacia atrás de la sangre en la teoría sobre la respiración y circulación, Emp.B 100.8, ἀνὰ δὲ δρομάδες ἔθορον ... Φρύγες se retiraron los frigios dando saltos E.Or.1416, αὐτόματοι θυρέων ὑπόειξαν ὀχῆες ... ἄψορροι ἀναθρῴσκοντες por sí solos cedían los cerrojos ... saltando hacia atrás A.R.4.42.
Greek Monotonic
ἀναθρῴσκω: ποιητ. και Ιων. ἀν-θρῴσκω· αόρ. βʹ -έθορον· αναπηδώ, εκτινάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἀναθρώσκει ἐπὶτὸν ἵππον, αναπηδά, ανεβαίνει πηδώντας πάνω του, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναθρῴσκω: (тж. -θρω-), ион. тж. ἀνθρῴσκω (aor. 2 ἀνέθορον)
1) подпрыгивать, подскакивать (ὀλοοίτροχος ἀναθρῴσκων Hom.; πηδῆσαι καὶ ἀναθορεῖν Xen.; ὡς βρομιαζόμενος Anth.): ἀμβώσας ἀναθρῴσκει Her. вскрикнув, он подскочил;
2) вскакивать (ἐπὶ τὸν ἵππον Her.);
3) бросаться, устремляться (αἷμα ἀναθρῴσκει Emped. ap. Arst.): ἀναθορὼν ἀπήντησε (αὐτῷ) Plut. он бросился ему навстречу.