ταραχωδῶς
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
French (Bailly abrégé)
adv.
avec trouble;
Sp. ταραχωδέστατα.
Étymologie: ταραχωδής.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρᾰχωδῶς:
1) в смятении (ζῆν Isocr.);
2) спутанно, сбивчиво: τ. ὑπολαμβάνειν περί τινος Isocr. путанно судить о чем-л.;
3) мятежно (ἔχειν πρός τινα Dem.).
English (Woodhouse)
(see also: ταραχώδης) in disorder