προεφίστημι

From LSJ
Revision as of 11:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεφίστημι Medium diacritics: προεφίστημι Low diacritics: προεφίστημι Capitals: ΠΡΟΕΦΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: proephístēmi Transliteration B: proephistēmi Transliteration C: proefistimi Beta Code: proefi/sthmi

English (LSJ)

A call one's attention to beforehand, π. τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Plb.10.2.1.

German (Pape)

[Seite 722] (s. ἵστημι), vorher wohinstellen, worauf richten, wie Pol. προεπιστῆσαι τοὺς ἀκούοντας ἐπὶ τὴν φύσιν τοῦ ἀνδρός, die Leser vorher darauf aufmerksam machen, 10, 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

προεφίστημι: ἐφίστημι τὴν προσοχήν τινος εἴς τι πρότερον, πρ. τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Πολύβ. 10. 2, 1. ― Παθ., προεφίσταμαι, ἐφίσταμαι ἐνώπιόν τινος, Βoisson. Ἀνέκδ. 2. 453.

Greek Monolingual

Α
εφιστώ την προσοχή, καθιστώ προσεκτικό κάποιον εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐφίστημι «κάνω κάποιον να προσέξει»].

Russian (Dvoretsky)

προεφίστημι: настораживать, обращать внимание (τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Polyb.).