πολύσκοπος

From LSJ
Revision as of 11:41, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσκοπος Medium diacritics: πολύσκοπος Low diacritics: πολύσκοπος Capitals: ΠΟΛΥΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: polýskopos Transliteration B: polyskopos Transliteration C: polyskopos Beta Code: polu/skopos

English (LSJ)

ον, A far-seeing, Pi.Fr.107.1.

German (Pape)

[Seite 673] viel od. weit schauend, ἀκτὶς Ἀελίου, Pind. frg. hyporch. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσκοπος: -ον, ὁ μακρὰν βλέπων, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βλέπει σε μακρινή απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σκοπός (< σκοπός < σκέπτομαι)].

Russian (Dvoretsky)

πολύσκοπος: далеко видящий, зоркий (ἀκτὶς ἀελίου Pind.).