στοιχειόω
From LSJ
English (LSJ)
A instruct in the basic principles (στοιχεῖα), Chrysipp.Stoic.2.39, Phot.:—Pass., -ωθήσεται will be instructed, Ael.Tact. Prooem.5, cf. Ath.Mech.5.5.
German (Pape)
[Seite 946] die Anfangsgründe lehren, Chrysipp. bei Plut. de stoic. repugn. 10.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχειόω: διδάσκω τὰ πρῶτα στοιχεῖα, καταρτίζω ἢ διδάσκω στοιχειωδῶς, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1036Α. - Παθητ., ἀσκοῦμαι, παιδεύομαι, Ἐκκλ. ΙΙ. μαγεύω, «στοιχειώνω», Τζέτζ. εἰς Ἰλ. σ. 93. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 42.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
assigner ou admettre comme éléments.
Étymologie: στοιχεῖον.
Russian (Dvoretsky)
στοιχειόω: полагать в качестве основ, считать первоначалами (τὰ ἐναντία Plut.).