τηξιμελής

From LSJ
Revision as of 11:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηξῐμελής Medium diacritics: τηξιμελής Low diacritics: τηξιμελής Capitals: ΤΗΞΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: tēximelḗs Transliteration B: tēximelēs Transliteration C: tiksimelis Beta Code: thcimelh/s

English (LSJ)

ές, A wasting the limbs, νοῦσος AP7.234 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1108] ές, Glieder schmelzend, verzehrend, νοῦσος Philp. 25 (VII, 234).

Greek (Liddell-Scott)

τηξῐμελής: -ές, ὁ τήκων, φθείρων τὰ μέλη, τηξιμελεῖ νούσῳ κεκολουμένος Ἀνθ. Π. 7. 234.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui consume ou épuise les membres.
Étymologie: τήκω, μέλος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λειώνει, που φθείρει τα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τήκω + -μελής (< μέλος), πρβλ. λυσι-μελής].

Greek Monotonic

τηξῐμελής: -ές, αυτός που φθείρει τα μέλη, νοῦσος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τηξῐμελής: истощающий члены, изнурительный (νοῦσος Anth.).

Middle Liddell

τηξῐ-μελής, ές
wasting the limbs, νοῦσος Anth.