ἡμιβρεχής
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
v. ἡμιβραχής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à moitié trempé ou arrosé.
Étymologie: ἡμι-, βρέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιβρεχής: наполовину мокрый, влажный (θέρμοι Anth.).