ὀρειχάλκινος

From LSJ
Revision as of 12:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειχάλκῐνος Medium diacritics: ὀρειχάλκινος Low diacritics: ορειχάλκινος Capitals: ΟΡΕΙΧΑΛΚΙΝΟΣ
Transliteration A: oreichálkinos Transliteration B: oreichalkinos Transliteration C: oreichalkinos Beta Code: o)reixa/lkinos

English (LSJ)

η, ον, A of orichalc, στήλη Pl.Criti.119c, cf. IG22.1533.24 (iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 372] aus dem folgenden Metalle gemacht; στήλη, Plat. Critia. 119 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειχάλκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ὀρειχάλκου, στήλη Πλάτ. Κριτί. 119C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρειχάλκινος, -ίνη, -ον) ορείχαλκος
κατασκευασμένος από ορείχαλκο, μπρούντζινος («ἐν στήλῃ γεγραμμένα ὀρειχαλκίνῃ», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στον ορείχαλκο ή χαρακτηρίζεται από αυτόν
2. φρ. «ορειχάλκινη εποχή» — η δεύτερη προϊστορική περίοδος της μεταλλικής εποχής της ιστορίας του ανθρώπου.

Russian (Dvoretsky)

ὀρειχάλκῐνος: из желтой меди, медный (στήλη Plat.).