δυσκατάληπτος
English (LSJ)
ον, A hard to comprehend, D.S.1.3, Ph.2.216, M.Ant.5.10.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu begreifen; M. Anton. 5, 10; D. Sic. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάληπτος: -ον, δυσνόητος, Διόδ. 1. 3, Μ. Ἀντων. 5. 10· - δυσκαταληψία, ἡ, Τζέτζ.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -λημπτος Hippol.Antichr.1, Didym.in Eccl.231.6, 324.23
I 1difícil de percibir por los sentidos, imperceptible τὸ πυρεκτικὸν πάθος Marcellin.Puls.223, σφυγμοί Gal.19.569, κίνησις Ach.Tat.Intr.Arat.20.
2 difícil de entender, difícil de comprender ὁ πατὴρ καὶ ἡγεμὼν τῶν συμπάντων ref. a Dios, Ph.2.216, cf. 217, πρᾶγμα Gal.19.159, cf. M.Ant.5.10, Vett.Val.211.1, Aristid.Quint.2.15, Hippol.l.c., Gr.Nyss.M.44.1328B
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de comprender o entender, inescrutabilidad τὸ δ. αὐτῆς (τῆς γυναικός) Didym.in Eccl.231.6, cf. 324.23
•difícil de captar por el intelecto ἡ τῶν πεπραγμένων ἀνάληψις D.S.1.3.
II adv. -ως con dificultad de percepción δ. ἔχει es difícil de percibir Sch.Arat.233.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσκατάληπτος, -ον)
δυσνόητος.
Russian (Dvoretsky)
δυσκατάληπτος: с трудом улавливаемый или охватываемый (τὸ πλῆθος τῶν συνταγμάτων Diod.).