εὔκνημος

From LSJ
Revision as of 13:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκνημος Medium diacritics: εὔκνημος Low diacritics: εύκνημος Capitals: ΕΥΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: eúknēmos Transliteration B: euknēmos Transliteration C: eyknimos Beta Code: eu)/knhmos

English (LSJ)

ον, A with beautiful ankle, πούς AP5.202 (Asclep.); with handsome legs, of a statue, Plin.HN34.82; of men, Herm. ap. Stob. 1.49.45; with strong calves, UPZ121.6 (ii B.C.). II as substantive, a plant in Nic. Th.648, Al.372.

German (Pape)

[Seite 1075] mit schönen Waden, Poll.; πούς, Asclepds. 30 (V, 203); – εὔκνημος ὀρείη, eine Pflanze, Nic. Th. 648.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκνημος: -ον, ἔχων καλὰς κνήμας, Ἀνθ. Π. 5. 203, πρβλ. Πλίν. Η. Ν. 34. 8, 21. ΙΙ. εὐκνήμοιο κόμην βρίθουσαν ὀρείης Νικ. Θηρ. 648, ἔνθα ὁ Σχολ. σημειοῦται: «εὐκνήμοιο, ἤγουν εὐκλάδου. ἢ εἶδος βοτάνης», πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Ἀλεξιφ. 372.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles jambes ; subst.εὔκνημος polycnème, plante.
Étymologie: εὖ, κνῆμις.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔκνημος, -ον)
αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες
2. το αρσ. ως ουσ.εὔκνημος
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό-κνημος, λευκό-κνημος].

Greek Monotonic

εὔκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει καλές κνήμες, πόδια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔκνημος: с изящной голенью (πούς Anth.).

Middle Liddell

εὔ-κνημος, ον κνήμη
with beautiful legs, Anth.