μυρόρραντος
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
English (LSJ)
ον, A wet with unguent, πρόθυρον AP5.197 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
μῠρόρραντος: -ον, ἐρραντισμένος διὰ μύρου, Ἀνθ. Π. 5. 198.
Greek Monolingual
μυρόρραντος, -ον (Α)
ραντισμένος με μύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -ρραντος (< ραντίζω), πρβλ. αιμό-ρραντος].
Russian (Dvoretsky)
μῠρόρραντος: окропленный благовониями (πρόθυρον Anth.).