ταυρόφθογγος

From LSJ
Revision as of 13:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρόφθογγος Medium diacritics: ταυρόφθογγος Low diacritics: ταυρόφθογγος Capitals: ΤΑΥΡΟΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: tauróphthongos Transliteration B: taurophthongos Transliteration C: tavrofthoggos Beta Code: tauro/fqoggos

English (LSJ)

ον, A bellowing like a bull, τ. μῖμοι sounds that imitate the bellowing of bulls, A.Fr.57.8 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόφθογγος: -ον, ὁ φθεγγόμενος, μυκώμενος ὡς ταῦρος, τ. μῖμοι, ἦχοι μιμούμενοι τὸν μηκυθμὸν τῶν ταύρων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μουγκρίζει σαν ταύρος («ταυρόφθογγοι μῑμοι» — ήχοι ως μίμηση του μυκηθμού τών ταύρων, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φθόγγος (< φθόγγος), πρβλ. μελί-φθογγος].

Russian (Dvoretsky)

ταυρόφθογγος: мычащий как бык (μῖμοι Aesch.).