τελεοδρόμος

From LSJ
Revision as of 13:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεοδρόμος Medium diacritics: τελεοδρόμος Low diacritics: τελεοδρόμος Capitals: ΤΕΛΕΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: teleodrómos Transliteration B: teleodromos Transliteration C: teleodromos Beta Code: teleodro/mos

English (LSJ)

ον, A completing the course, AP5.202 (Asclep.).

German (Pape)

[Seite 1085] den Lauf vollendend, Asclpds. 30 (XII, 203).

Greek (Liddell-Scott)

τελεοδρόμος: -ον, ὁ συμπληρῶν τὸν δρόμον, τελειώνων αὐτόν, Ἀνθ. Π. 5. 203.

Greek Monolingual

ο, Α
αυτός που συμπληρώνει τον δρόμο, που ολοκληρώνει τη διαδρομή («ἦν γὰρ ἀκέντητος τελεοδρόμος», Ασκληπιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + δρόμος (πρβλ. εὐθυ-δρόμος)].

Russian (Dvoretsky)

τελεοδρόμος: заканчивающий свой бег Anth.