τιθαίνομαι
From LSJ
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
*τιθαίνομαι, [ῐ] v. τιθηνέω.
Greek (Liddell-Scott)
τῐθαίνομαι: ἴδε τιθηνέω.
Greek Monolingual
Α
τρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο].
Russian (Dvoretsky)
τιθαίνομαι: вскармливать (Ἣραν ἐτιθήνατο Τηθύς Luc.).