συναναστομόομαι

From LSJ
Revision as of 14:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

German (Pape)

[Seite 1000] mit od. zugleich münden, sich durch eine Mündung mit andern ergießen, συνανεστόμωται Arist. mund. 3.

Greek (Liddell-Scott)

συναναστομόομαι: Παθητ., συνάπτομαι διὰ στομίου ἢ ἀνοίγματος, ἀνοίγομαι ὁμοῦ πρός..., τὸ ἔξω [[[πέλαγος]]] συνανεστόμωται τῇ Προποντίδι Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 10, πρβλ. Γαλην. 4. 76, 78˙ ― οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., λίμνη Μαιῶτις εἰς τὸν Ὠκεανὸν συναναστομοῦσα Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 37˙ ― πρβλ. συστομόομαι.

Russian (Dvoretsky)

συναναστομόομαι: сливаться устьями (ὁ Πόντος συνανεστώμοται τῇ Προποντίδι Arst.).