ἀποπενθέω
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
A mourn for, τινά Plu.Cor.39.
German (Pape)
[Seite 318] (vollständig) betrauern, τινά Plut. Cor. 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπενθέω: πενθῶ, θρηνῶ τινα, μ. αἰτ. Πλουτ. Κορ. 39. ΙΙ. παύομαι πανθῶν, ἐπειδὴ δὲ ἀποπενθεῖν Πάτροκλον καιρὸς ἦν Γρηγ. Ναζ. τ. Ι. σ. 889Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pleurer sur.
Étymologie: ἀπό, πενθέω.
Spanish (DGE)
1 plañir, llorar a un muerto, Plu.Cor.39.
2 dejar de llorar τοῦ ἀποπενθεῖν Πάτροκλον καιρὸς ἦν Gr.Naz.Ep.166.2.
Greek Monotonic
ἀποπενθέω: μέλ. -ήσω, πενθώ, θρηνώ για κάποιον, τινά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπενθέω: оплакивать (τινα δέκα μῆνας Plut.).
Middle Liddell
to mourn for, τινά Plut.